ἕσσω

ἕσσω
ἕννυμι
ves-
fut ind act 1st sg (epic)
ἕννυμι
ves-
aor ind mid 2nd sg (epic)
ἥσσων
inferior
neut acc comp pl (ionic)
ἥσσων
inferior
neut nom comp pl (ionic)
ἥσσων
inferior
masc/fem acc comp sg (ionic)
ἡσσάομαι
to be less
imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic)
ἵζω
si-sd-o
aor subj act 1st sg
ἵζω
si-sd-o
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… …   Dictionary of Greek

  • λαίφος — το (Α λαῑφος) νεοελλ. ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα αρχ. 1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”